αυτουργικός

αυτουργικός
αὐτουργικός, -ή, -όν (Α) [αυτουργός]
1. ο πρόθυμος ή ικανός να εργαστεί με τα ίδια του τα χέρια, ο εργατικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐτουργική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του να κατασκευάζει κανείς κάτι πραγματικό και όχι απλό ομοίωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αὐτουργικά — αὐτουργικός willing neut nom/voc/acc pl αὐτουργικά̱ , αὐτουργικός willing fem nom/voc/acc dual αὐτουργικά̱ , αὐτουργικός willing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτουργικόν — αὐτουργικός willing masc acc sg αὐτουργικός willing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτουργικοί — αὐτουργικός willing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτουργικῆς — αὐτουργικός willing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτουργική — αὐτουργικός willing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτουργικήν — αὐτουργικός willing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτουργικῶς — αὐτουργικός willing adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”