- αυτουργικός
- αὐτουργικός, -ή, -όν (Α) [αυτουργός]1. ο πρόθυμος ή ικανός να εργαστεί με τα ίδια του τα χέρια, ο εργατικός2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐτουργική (ενν. τέχνη)η τέχνη του να κατασκευάζει κανείς κάτι πραγματικό και όχι απλό ομοίωμα.
Dictionary of Greek. 2013.